υπερνικώ

υπερνικώ
υπερνικώ, υπερνίκησα βλ. πίν. 60
——————
Σημειώσεις:
υπερνικώ : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπερνικώ — ὑπερνικῶ, άω, ΝΜΑ κατανικώ, καταβάλλω νεοελλ. μτφ. εξουδετερώνω δυσχέρειες ή εμπόδια …   Dictionary of Greek

  • υπερνικώ — υπερνίκησα 1. κατανικώ, καταβάλλω, υπερισχύω, επικρατώ. 2. μτφ., εξουδετερώνω δυσκολίες και εμπόδια: Υπερνίκησε τα πάντα και πέτυχε στη ζωή του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπερνικῶ — ὑ̱περνικῶ , ὑπερνικάω prevail completely over imperf ind mp 2nd sg ὑπερνικάω prevail completely over pres imperat mp 2nd sg ὑπερνικάω prevail completely over pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ὑπερνικάω prevail completely over pres ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβάλλω — (AM καταβάλλω) 1. ρίχνω κάποιον ή κάτι κάτω, καταρρίπτω 2. (σχετικά με χρήματα) καταθέτω, πληρώνω, κάνω πληρωμές νεοελλ. 1. (για νόσο) εξαντλώ, εξασθενίζω, καταπονώ 2. φρ. α) «καταβάλλω κόπους (ή μόχθους)» κοπιάζω πολύ, μοχθώ πολύ β. «καταβάλλω… …   Dictionary of Greek

  • καταπαλαίω — (AM) 1. καταβάλλω, κατατροπώνω, νικώ κάποιον σε πάλη 2. μτφ. επιβάλλομαι σε κάποιον, υπερνικώ κάποιον ή κάτι, αντικρούω («οἱ λόγοι καταπαλαίουσιν λόγους», Ευρ.) 3. ξεπουλώ κάτι, τό «ξεκάνω», τό διασκορπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + παλαίω… …   Dictionary of Greek

  • καταπονώ — και καταπονάω (AM καταπονῶ, έω, Μ και καταπονάω) [κατάπονος] καταβάλλω προξενώντας μεγάλο κόπο σε κάποιον, κουράζω, εξαντλώ νεοελλ. μσν. υπερνικώ, υπερισχύω, υπερτερώ σε δύναμη μσν. αρχ. 1. χωνεύω τροφή 2. νικώ, κυριεύω 3. ταλαιπωρώ, βασανίζω 4.… …   Dictionary of Greek

  • καταφέρνω — 1. φέρω κάτι εις πέρας, κατορθώνω, επιτυγχάνω («δεν τά καταφέρνει στο μαγείρεμα») 2. πείθω, κάνω κάποιον να πεισθεί («τόν κατάφερε να τού γράψει την περιουσία» 3. καταβάλλω, υπερισχύω, ξεπερνώ, υπερνικώ κάποιον («ο μικρός καταφέρνει τον μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • νικώ — και ανικώ, άω (ΑΜ νικῶ, άω, Α ιων. τ. νικέω, αιολ. δωρ. τ. νίκημι) 1. καταβάλλω κάποιον σε μάχη, μονομαχία ή άλλη αναμέτρηση, βγαίνω νικητής, υπερισχύω σε μάχη ή αγώνα υλικό, πνευματικό ή ηθικό 2. (γενικά) καθυποτάσσω, επιβάλλομαι (α. «κάλλει… …   Dictionary of Greek

  • ξεπερνώ — άω 1. βγαίνω έξω από μια ορισμένη κατάσταση, υπερβαίνω (α. «ξεπέρασε τα όρια» β. «ξεπέρασα τον εαυτό μου») 2. βγάζω κάτι από την οπή στην οποία ήταν περασμένο («ξεπερνώ την κλωστή από τη βελόνα») 3. υπερτερώ, είμαι καλύτερος, προηγούμαι («τόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”